- ψύθιος
- -ον, Αβλ. ψίθιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψύθιος — ψύθος lie neut gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψίθιος — και ψύθιος, ον, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «ψύθιον ὀλιγοχρόνιον» 2. φρ. «ψίθιος οἶνος» στυφό κόκκινο κρασί (Εύβουλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. πιθ. ανάγεται σε τοπωνύμιο. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. psithia / psythium)] … Dictionary of Greek